«Από την ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς έως την ενοποίηση του Ευρωπαϊκού χώρου»
Το βιβλίο εκδόθηκε από τον εκδοτικό Οίκο ΖΥΓΟΣ, – Θεσσαλονίκη 2005, Αγγελάκη 39 Θεσ/νίκης τηλ 2310-
Παρουσίαση του θέματος και του βιβλίου
Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μέσα σε δέκα σχεδόν χρόνια, μετατράπηκε από μια μη ολοκληρωμένη Τελωνειακή Ένωση σε μια πρώιμη Πολιτική Ένωση. Ό,τι δεν πέτυχε σε τριάντα χρόνια, από το χρόνο της ίδρυσής της το 1957 έως την έναρξη των διαδικασιών με στόχο την Ενιαία Αγορά το 1987, το πραγματοποίησε ουσιαστικά μέσα στη δεκαετία του 1990. Πράγματι, με ρυθμούς γρήγορους και μοναδικούς για τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής ιστορίας, από μια Τελωνειακή Ένωση λοιπόν πού όφειλε να είχε ολοκληρωθεί το 1970, πέρασε, μέσω της Οικονομικής και Νομισματικής της ΄Ενωσης (ΟΝΕ), στο πιο ενδιαφέρον ίσως στάδιο, της πολιτικής της ενοποίησης.
Η ΕΟΚ στην εφηβεία της γνώρισε τη δεύτερη οικονομική κρίση του αιώνα μας. Με ηγέτες, που δεν είχαν το ίδιο όραμα για την ενωμένη Ευρώπη, δεν ήταν έτοιμη να εισαγάγει τότε νέες πρακτικές στην καθημερινότητά της, οπότε δεν τόλμησε, εκείνη την περίοδο, να κάνει τα βήματα, που είχαν συμφωνήσει όλα τα ιδρυτικά της μέλη τo 1957. Τα τελευταία, αφορούσαν απλά στην ολοκλήρωση της σε μια Τελωνειακή Ένωση, όπως και στην από κοινού αποδοχή κάποιων κοινών πολιτικών. Μόνο η Κοινή Αγροτική Πολιτική της (ΚΑΠ), μετά από μια πρωτόγνωρη για την ιστορία της ΕΟΚ κρίσης κατά την περίοδο του 1965-
Με το τέλος της νεότητάς της και μόνο τότε, άρχισε να εκλογικεύει τη συμπεριφορά της. Στα τριανταπέντε της χρόνια λοιπόν, κουρασμένη από τις διαφορές και διαμάχες των αρχηγών των κρατών-
Παράλληλα άρχισε να ωριμάζει, στα σαράντα χρόνια της ζωής της, η ιδέα της πολιτικής της ενοποίησης με την εγκαθίδρυση μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής της Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), όπως και μιας πολιτικής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής πολιτικής. Η δυναμική της ολοκλήρωσης όμως του Ευρωπαϊκού χώρου, δε σταμάτησε εδώ. Τα κράτη-
Βέβαια, η ταχύτητα συχνά δε συμβαδίζει με την ικανότητα αφομοίωσης κάθε νέου γεγονότος. Πράγματι, ενώ ένα μέρος των Ευρωπαίων πολιτικών και πολιτών, ασπάζεται χωρίς καχυποψία, τις αλλαγές που προτείνονται και οι οποίες οδηγούν σε μια Ευρωπαϊκή ομοσπονδία, ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης παραμένει διστακτικό, με συχνά αρνητικές διαθέσεις απέναντι στο πείραμα αυτό, που μετεξελίχθηκε σε μια πολυπληθή Κοινότητα, έχοντας 25 μέλη το 2005 και 27 μέλη το 2007. Η επιφυλακτική στάση των Ευρωπαίων πολιτών δικαιολογείται βέβαια από σειρά γεγονότων. Πιο συγκεκριμένα, πολλοί ηγέτες και Κυβερνήσεις των κρατών-
Η συνεργασία και η κατανόηση, στους κόλπους τους Συμβουλίου, αντικαθίστανται ενίοτε, από ανούσιες αντιπαραθέσεις πολιτικού χαρακτήρα. Αυτές εξυπηρετούν, κάποια «εθνικά» συμφέροντα παραμονές βουλευτικών εκλογών ή κατά τη διάρκεια περιόδων όπου δοκιμάζονται σκληρά οι πολιτικές των Κυβερνήσεων, από τους ψηφοφόρους τους. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα και οι θεσμοί του, δεν αποδίδουν τα μέγιστα σε όρους αποτελεσματικότητας, με συνέπεια η γραφειοκρατία και συχνά η αδιαφάνεια, να κουράζει ακόμη περισσότερο τους πολίτες της Ευρώπης. Επιπλέον ατυχή γεγονότα, που λαμβάνουν χώρα στους κόλπους των Οργάνων της Κοινότητας, π.χ ρήξεις ανάμεσα στο Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, οξύνουν την υποβόσκουσα δυσαρέσκεια μιας μεγάλης μερίδας Ευρωπαίων πολιτών. Τέλος, η Ευρωπαϊκή συνείδηση δεν αποκτάται αυτόματα, με τη διαχρονική ολοκλήρωση των νεοεισαχθεισών πολιτικών και πρακτικών σε κοινοτικό επίπεδο. Χρειάζεται βάθος χρόνου.
Το ίδιο βάθος χρόνου απαιτείται και για την ωρίμανση της σαρανταπετάχρονης, με την έναρξη της νέας χιλιετίας, Κοινότητας. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ), που μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, με εσπευσμένες συχνά προσπάθειες, στην οικονομική και πολιτική της ενοποίηση, όπως και στην γρήγορη διεύρυνσή της, υποβαθμίζοντας από την άλλη τις προσπάθειες για εμβάθυνση στους χώρους, όπου έχει θεμελιώσει το οικοδόμημά της. Αυτή η αδυναμία, σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα, θέτει πολλά ερωτήματα αναφορικά με το μέλλον της ΄Ένωσης. Παρόλα αυτά, η ΕΕ πορεύεται με δικούς της ρυθμούς, σ΄ ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον, στο οποίο ηγείται ως η ισχυρότερη εμπορική δύναμη του πλανήτη.
Η πρόσφατη πορεία της Κοινότητας, οι πολιτικές και ο μετασχηματισμός της από μια απλή Τελωνειακή Ένωση σε μια Πολιτική Ένωση, αποτελούν τον κύριο κορμό της ύλης που πραγματεύεται αυτό το βιβλίο. Βέβαια δεν απουσιάζει η παρουσίαση εκείνων των απόψεων και των θεωρητικών προσεγγίσεων της οικονομικής επιστήμης, επάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η Κοινότητα.
Αναλυτικότερα, το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε μέρη. Στο πρώτο αναφέρονται τα πιο σημαντικά γεγονότα που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση του Ευρωπαϊκού χώρου που βιώνουμε. Ακολούθως, εκτίθενται οι θεωρητικές απόψεις αναφορικά με την οικονομική ολοκλήρωση της ΕΟΚ, ως Τελωνειακής Ένωσης. Εδώ, παρουσιάζονται τα στατικά και τα δυναμικά αποτελέσματα των Τελωνειακών Ενώσεων. Επίσης, αναλύονται και οι επιπτώσεις της δημιουργίας μιας Τελωνειακής Ένωσης, ανάμεσα σε ανταγωνιστικές ή συμπληρωματικές οικονομίες, στη μορφή της εξειδίκευσης και του εμπορίου των μελών της. Το Κεφάλαιο, που αναφέρεται στα ανωτέρω, χωρίζεται σε δύο λειτουργικές ενότητες για τεχνικούς και μόνο λόγους. Η πρώτη ασχολείται με την παρουσίαση μη εξειδικευμένων τεχνικών θεμάτων και ενσωματώνεται πλήρως στον κύριο κορμό του βιβλίου. Η δεύτερη ασχολείται με συγκεκριμένα τεχνικά θέματα, που αφορούν στις σύγχρονες εξελίξεις της θεωρίας του διεθνούς εμπορίου, που ερμηνεύουν με τη σειρά τους κάποια κύρια δυναμικά αποτελέσματα των Τελωνειακών Ενώσεων. Λόγω της υφής αυτών των θεμάτων, η παρουσίασή τους γίνεται στα Παραρτήματα του πρώτου Μέρους.
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται όλες οι προσπάθειες που οδήγησαν στις τέσσερις αναθεωρήσεις της ιδρυτικής της ΕΟΚ Συνθήκης της Ρώμης. Η παρουσίαση αρχίζει με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987, και συνεχίζει με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη γνωστή Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, τη Συνθήκη του Αμστερνταμ του 1997 και κλείνει με αυτή της Νίκαιας του 2001. Οι προαναφερθείσες αναθεωρήσεις δεν αναφέρονται μόνο στην ιδρυτική Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) αλλά ταυτόχρονα και στις ιδρυτικές Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας του Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ). Το βιβλίο όμως επικεντρώνει την προσοχή του μόνο στις προτεινόμενες αναθεωρήσεις που αφορούν στην ΕΟΚ, λόγω του ιδιαίτερα υψηλού ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η Κοινότητα, σε σχέση με τις άλλες δύο.
Στο τρίτο μέρος εκτίθενται κύριες πολιτικές της Ένωσης, όπως η: Νομισματική, Φορολογική, Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), Μεταφορών, Περιφερειακή, Κοινωνική, Βιομηχανική, Ανταγωνισμού, Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α), Ενέργειας και Περιβάλλοντος όπως και η διαχρονική εξελικτική τους πορεία.
Στο τέταρτο μέρος παρουσιάζονται κάποια εξειδικευμένα θέματα και πολιτικές με συγκεκριμένο πεδίο δράσης, της περιόδου από το 1992 και μετά. Παρουσιάζεται ειδικότερα, το Λευκό Βιβλίο για την «Ανάπτυξη, την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση», το «Πρόγραμμα Δράσης 2000», το πρόγραμμα «e-
Καθώς οι αποφάσεις των Συνόδων κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αποτελούν την «αιχμή του δόρατος» της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στο πέμπτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου αναφέρονται τα συμπεράσματα προσφάτων και συγκεκριμένων Συνόδων κορυφής, που αποτέλεσαν σταθμό για την Ένωση, αρχίζοντας από τη Σύνοδο κορυφής της Κοπεγχάγης του 1993. Οι Σύνοδοι κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου λαμβάνουν χώρα στο τέλος του εξαμήνου κάθε Προεδρίας. Στο μέσο του εξαμήνου πραγματοποιούνται οι έκτακτοι Σύνοδοι κορυφής. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται στις Συνόδους αυτές, διαβιβάζονται στην Επιτροπή και το Συμβούλιο των Υπουργών (της γεωργίας αν έχουν σχέση με τη γεωργία, των χρηματοοικονομικών υποθέσεων (ECOFIN) αν έχουν σχέση με τα οικονομικά της Κοινότητας κλπ), για περαιτέρω επεξεργασία. Εξουσιοδοτούνται λοιπόν τα δύο αυτά Όργανα της Κοινότητας να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες με σκοπό την εφαρμογή των όσων αποφασίζονται στις Συνόδους κορυφής. Οι πρώτες ενέργειες, δράσεις και πρωτοβουλίες για κάθε θέμα, αποτελούν, σε γενικές γραμμές, αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία όταν είναι έτοιμη εισηγείται στο Συμβούλιο τις προτάσεις της. Η τελική όμως ευθύνη για το τι και πως θα εφαρμοστεί, βρίσκεται στα χέρια του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.