Συγγραφικό έργο

Τα Οικονομικά των Προμηθειών του Δημοσίου

2.82Kviews
ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Το βιβλίο εκδόθηκε από τον εκδοτικό Οίκο ΖΥΓΟΣ, – Θεσσαλονίκη 2005, Αγγελάκη 39 Θεσ/νίκης τηλ 2310-271055.

Διάθεση στην Αθήνα: Βιβλιοπωλείο ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ, Στουρνάρη 35 210-3323300, και Βιβλιοπωλείο ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ, Αβέρωφ 2, τηλ: 210-5238305


 

Παρουσίαση του βιβλίου

Οι αγορές, που πραγματοποιεί το Δημόσιο σε αγαθά, έργα και υπηρεσίες, από άτομα ή επιχειρήσεις με σκοπό την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών του χαρακτηρίζονται ως προμήθειες του Δημοσίου ή ως κρατικές προμήθειες (public procurement). Οι προμηθευτές του Δημοσίου μπορεί να προέρχονται από την εγχώρια αγορά ή τις αγορές της αλλοδαπής. Η συμμετοχή των δύο αυτών ανταγωνιστικών ομάδων στις εξεταζόμενες προμήθειες εξαρτάται από τη γενικότερη πολιτική του κράτους. Αν μια Κυβέρνηση αφήσει ανοικτές τις αγορές του Δημοσίου στο διεθνές εμπόριο, τότε ο ανταγωνισμός θα οδηγήσει στην επιλογή των καλύτερων προμηθευτών, εγχωρίων ή μη. Αντίθετα, αν η Κυβέρνηση προωθεί μια πολιτική υπέρ της «Αγοράς των Εθνικών Προϊόντων» τότε, ευνοώντας την εγχώρια βιομηχανία σε βάρος των εισαγωγών, μπορεί να οδηγηθεί σε λύσεις ιδιαίτερα ακριβές. Η σχέση των αγορών του Δημοσίου με την εγχώρια παραγωγή και τις διεθνείς αγορές αποτελεί κύριο θέμα συζήτησης λόγω των επιπτώσεων της στρατηγικής υπέρ της «Αγοράς των Εθνικών Προϊόντων» στην προσφορά και στο κόστος των προμηθειών.

Συχνά παρατηρείται ότι οι προμήθειες του Δημοσίου για ένα συγκεκριμένο αγαθό κοστίζουν πολύ περισσότερο στο κράτος, από ότι στους ιδιώτες. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους. Ειδικότερα, η μονοπωλιακή θέση του παραγωγού ή η κυρίαρχη θέση του στο χώρο μιας ολιγοπωλιακής αγοράς και οι ασαφείς όροι που εμπεριέχει μία σύμβαση με το Δημόσιο αποτελούν αιτίες ικανές να ερμηνεύσουν τη συγκεκριμένη κατάσταση. Δεν είναι όμως οι μόνες. Πράγματι, η Κυβέρνηση φοβούμενη την ύπαρξη λαθών, στο πλαίσιο μιας στενής εποπτείας των προμηθευτριών εταιρειών επιβάλλει συχνά πολλούς όρους κατά τη σύμβαση, με σκοπό την ελαχιστοποίηση της σπατάλης. Όμως, η συγκεκριμένη επιλογή της, δημιουργώντας μια υπέρμετρη γραφειοκρατία (π.χ. δημιουργία επιτροπών και υποεπιτροπών, πληρωμή εξωτερικών συμβούλων κ.ά.) στοιχίζει συχνά ακριβά. Στο όνομα λοιπόν της εξοικονόμησης κάποιων δαπανών ξοδεύονται πολλά χρήματα που επιβαρύνουν τελικά το κόστος του προϊόντος της σύμβασης.

Οι προμήθειες του Δημοσίου θεωρούνται ως η «ατμομηχανή» της οικονομίας, καθώς απορροφούν ένα σημαντικό ποσοστό του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) μιας χώρας. Πριν το 1990 το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 20% σε ορισμένα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Στις μετέπειτα περιόδους μειώθηκε, αντιπροσωπεύοντας το 16-19% του ΑΕΠ των κρατών-μελών της ΕΟΚ που μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) το 1992. Πράγματι, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου το Δημόσιο αγοράζει ολοκληρωτικά σχεδόν ή κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, το σύνολο της παραγωγής κάποιων επιχειρήσεων. Έτσι διαπιστώνεται ότι μεγάλες τεχνικές εταιρείες λειτουργούν μόνο με το Δημόσιο, κατασκευάζοντας για λογαριασμό του γέφυρες και αυτοκινητόδρομους. Τα δημόσια νοσοκομεία είναι σημαντικοί πελάτες των φαρμακοβιομηχανιών. Οι οργανισμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι οι κυριότεροι πελάτες των γνωστών πολυεθνικών εταιρειών, όπως της ATT, ABB, Siemens, Alcatel, αγοράζοντας τουρμπίνες, γεννήτριες ή οποιεσδήποτε άλλες σημαντικές ποσότητες τεχνολογικά προηγμένων προϊόντων της ηλεκτρομηχανικής. Έτσι, πολλοί κλάδοι μιας οικονομίας, στρατηγικής σημασίας, όπως π.χ. οι τηλεπικοινωνίες, τα οπλικά συστήματα, έχουν ως κινητήρια δύναμη τους τις προμήθειες του Δημοσίου. Ως προς τα προϊόντα που δεν επηρεάζονται θεαματικά από την πολιτική των κρατικών προμηθειών (π.χ. υποδήματα, τρόφιμα, ενδύματα), το Δημόσιο θεωρείται μη αξιοκαταφρόνητος πελάτης των εταιρειών που τα παράγουν, αποτελώντας – παρά τις ενδεχόμενες καθυστερήσεις των σχετικών πληρωμών – «σανίδα σωτηρίας» της εγχώριας παραγωγής, ιδίως σε περιόδους ύφεσης.

Γενικά, οι προμήθειες του Δημοσίου ή για να χρησιμοποιήσουμε το δεύτερο σχετικό όρο που ευρύτατα είναι γνωστός, οι κρατικές προμήθειες, ολοκληρώνονται με τη βοήθεια γραπτών συμβάσεων, των «συμβάσεων των προμηθειών του Δημοσίου» ή απλά «συμβάσεων του Δημοσίου», όπως αποκαλούνται. Οι τελευταίες καθορίζουν το περιεχόμενο και τους όρους μίας συμφωνίας μεταξύ κράτους και σχετικών φορέων (που είναι οι αναθέτουσες αρχές της σύμβασης) και επιχειρήσεων (των προμηθευτών), που αφορούν στην προμήθεια υλικών, δημοσίων έργων και υπηρεσιών. Ο όρος «κράτος και σχετικοί φορείς» περιλαμβάνει την Κυβέρνηση με τα Υπουργεία της (δηλαδή την Κεντρική Διοίκηση), τους οργανισμούς της Νομαρχιακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τους Οργανισμούς του Δημοσίου Δικαίου και τους Οργανισμούς Κοινής Ωφέλειας. Ως Οργανισμός Δημοσίου Δικαίου, νοείται ειδικότερα κάθε οργανισμός:

που έχει νομική προσωπικότητα, έχει δημιουργηθεί ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος (χωρίς βιομηχανικό και εμπορικό χαρακτήρα) και
το προϊόν της όλης του δραστηριότητας χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από το κράτος, τους οργανισμούς Νομαρχιακής ή Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλους Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου, είτε η διαχείριση του υπόκειται σε έλεγχο από το κράτος ή τους παραπάνω οργανισμούς, είτε περισσότερα από τα μισά μέλη του οργάνου διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας διορίζονται από το κράτος ή τους προαναφερθέντες οργανισμούς.

Η πολιτική των προμηθειών του Δημοσίου επηρεάζοντας τη βιομηχανική παραγωγή μίας χώρας αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Βιομηχανικής της Πολιτικής. Από την άλλη, η πολιτική των προμηθειών του Δημοσίου, μέσω της υιοθέτησης πρακτικών προτιμησιακού χαρακτήρα, που ευνοούν τους εγχώριους προμηθευτές σε βάρος των εισαγωγέων, αποτελεί ένα μέτρο μη δασμολογικής προστασίας, στο πλαίσιο της Εμπορικής Πολιτικής. Εξάλλου, οι προϋπολογισμοί των δημοσίων επενδύσεων των κρατών προκαθορίζουν ουσιαστικά το ύψος και τον όγκο των υλικών, έργων και υπηρεσιών που σκοπεύει να αγοράσει το Δημόσιο από τους ιδιώτες. Το σύνολο λοιπόν του προϋπολογισμού των δημοσίων επενδύσεων δεν είναι τίποτα άλλο παρά συμβάσεις προμηθειών του Δημοσίου. Από αυτό συνάγεται ότι οι κρατικές προμήθειες εντάσσονται στους χώρους ενδιαφέροντος των Δημοσίων Οικονομικών. Ακόμη, οι συμβάσεις του Δημοσίου καθώς αποτελούν ένα γνήσιο υποσύνολο της θεωρίας των συμβάσεων και επηρεάζουν τη στρατηγική των προμηθευτριών επιχειρήσεων, αποτελούν αντικείμενο μελέτης της Βιομηχανικής Οργάνωσης. Τέλος, ο τρόπος με τον οποίο μία δημόσια επιχείρηση προβαίνει στις αγορές των προμηθειών της και η στρατηγική που θα ακολουθήσει, άπτονται των δραστηριοτήτων της Στρατηγικής Διοίκησης των Προμηθειών.

Οι προμήθειες του Δημοσίου ρυθμίζονται από κανόνες – νόμους που περιορίζουν τις δυνατότητες άσκησης εκ μέρους ενός δημοσίου οργανισμού μίας δικής του στρατηγικής διοίκησης των προμηθειών. Αντίθετα, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις φαίνονται ως πιο ευέλικτες συγκριτικά με τις δημόσιες στο υπό εξέταση θέμα. Πράγματι, ενώ οι ιδιώτες έχουν την άνεση να εφαρμόσουν όποια πολιτική προμηθειών επιθυμούν, οι δημόσιοι οργανισμοί αντιμετωπίζουν, καταρχήν, κάποιους περιορισμούς. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι οι δημόσιοι οργανισμοί αδυνατούν να εφαρμόσουν την κατάλληλη πρακτική στο θέμα αυτό. Απλά και μόνο οφείλουν να λάβουν υπόψη τους κανόνες που επιδιώκουν να ρυθμίσουν την αγορά των συμβάσεων του Δημοσίου, στο όνομα της διαφάνειας των διαδικασιών και της ίσης μεταχείρισης των προμηθευτών. Αυτές οι αρχές, αν και περιορίζουν κατά ένα βαθμό την ευελιξία ενός δημοσίου οργανισμού, δεν του στερούν το δικαίωμα να υιοθετήσει την καταλληλότερη πιο επικερδή στρατηγική στο χώρο των προμηθειών του υπέρ του γενικού συμφέροντος.

Κάθε Κυβέρνηση μπορεί να επιλέξει ανάμεσα σε πολλούς τύπους διαδικασιών ανάθεσης μίας σύμβασης, στο πλαίσιο της στρατηγικής των κρατικών προμηθειών. Οι ανοικτές, κλειστές διαδικασίες και η διαδικασία με διαπραγματεύσεις αποτελούν βασικές επιλογές της σε αυτόν το χώρο. Σύμφωνα με τις ανοικτές διαδικασίες, όλοι οι ενδιαφερόμενοι προμηθευτές μπορούν να συμμετέχουν σε ένα διαγωνισμό. Αντίθετα, οι κλειστές και κυρίως οι διαδικασίες με διαπραγματεύσεις μειώνουν τον αριθμό των πιθανών προμηθευτών. Οι δύο τελευταίες μορφές μπορεί να εισάγουν είτε μία εναλλακτική μορφή πολιτικής υπέρ της «Αγοράς Εθνικών Προϊόντων» – που να ευνοεί τις λιγότερο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις – είτε να ενισχύσουν την ανταγωνιστική θέση της επιχείρησης ή και τα δύο.

Οι Κυβερνήσεις των βιομηχανικών κρατών έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 με τη βοήθεια της πολιτικής των προμηθειών τους υπέρ της «Αγοράς Εθνικών Προϊόντων», ευνοούσαν κατά παράδοση τις εγχώριες επιχειρήσεις. Τέτοιου είδους πολιτικές, μέσω των τιμών (υψηλές τιμές που εισάγουν την έννοια της προτιμησιακής μεταχείρισης) ή των όρων αγοράς των προβλεπομένων προμηθειών (π.χ. προσαρμογή της δημόσιας ζήτησης στα εθνικά πρότυπα) επιδίωκαν την ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας. Η πολιτική αυτή, πήγαζε από την εθνική νομοθεσία ή τις πρακτικές των αναθετουσών (μια σύμβαση) δημοσίων αρχών, καταλήγοντας στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στον αποκλεισμό των ανταγωνιστικών εισαγωγών. Με την πάροδο του χρόνου διαπιστώθηκε ότι η συγκεκριμένη πολιτική δεν απέδιδε τα μέγιστα σε όρους παρεχόμενης ωφέλειας και επιδόσεων των προμηθευτριών εταιρειών. Έτσι, προοδευτικά διαφοροποιήθηκε ανοίγοντας στο διεθνή ανταγωνισμό.

Ειδικότερα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και με τη δημιουργία της «Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου», της γνωστής GATT, το προφίλ της εμπορικής πολιτικής των βιομηχανικών κυρίως κρατών, που συμμετείχαν στις προσπάθειες με σκοπό την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, μετασχηματίστηκε. Οι αρχικές προσπάθειες με σκοπό την κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών σε βάρος των εισαγωγών, συνοδεύτηκε από ενέργειες που απέβλεπαν στη μείωση των δασμών και στον περιορισμό πολλών μέτρων μη δασμολογικού χαρακτήρα. Οι ηγέτες κατανοούσαν ότι ο πόλεμος υπέρ της προστασίας της εγχώριας παραγωγής ενός κράτους από τις ανταγωνιστικές εισαγωγές ενός άλλου, οδηγούσε αργά ή γρήγορα στη χρήση αντιποίνων εκ μέρους του θιγόμενου κράτους, σε βάρος των εξαγωγών του πρώτου. Επί πλέον, η προστασία κάθε μορφής, οδηγώντας τα κράτη σε τάσεις αυτάρκειας, αποτελούσε υπόθεση ικανή να απειλήσει την ίδια την ειρήνη. Η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και το κλείσιμο των συνόρων, ως συνέπεια της κρίσης του 1929, ήταν νωπή κατά την περίοδο εκείνη των πρώτων προσπαθειών υπέρ της απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου.

Έτσι, μετά το 1960 συστηματικά πλέον και στο πλαίσιο πολυμερών συμφωνιών υπό την αιγίδα της «Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου» (GATT/ΓΣΔΕ) ή του «Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου» (WΤΟ/ΠΟΕ) μετά το 1994, η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου γνώρισε μια μοναδική έξαρση. Πράγματι μετά με τους Γύρους του Ντίλλον (1961), του Κέννεντυ (1962-1967), του Τόκυο (1974-1979), της Ουρουγουάης (1986 –1994) και της Ντόχα (1996 – 2006), οι δασμοί εισαγωγής στα βιομηχανικά προϊόντα έχουν ουσιαστικά εξαλειφθεί από τον μεγαλύτερο όγκο του εμπορίου των βιομηχανικών κρατών. Από την άλλη, τα αγροτικά προϊόντα και οι υπηρεσίες, ακολουθώντας τα βιομηχανικά, πραγματοποίησαν τα πρώτα σταθερά βήματα για την απελευθέρωση του εμπορίου τους, με τη λήξη του Γύρου της Ουρουγουάης.

Αν και οι μειώσεις αναφορικά με τους δασμούς εισαγωγής βρίσκονταν στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων κατά τους πρώτους δύο παραπάνω Γύρους, η εξάλειψη των μέτρων της μη δασμολογικής προστασίας κάλυψε ένα μεγάλο τμήμα της ημερήσιας διάταξης των τριών τελευταίων Γύρων. Έτσι, με τον Γύρο του Τόκυο υπογράφηκαν μία σειρά από συμφωνίες σχετικά με την εξάλειψη ή την αρχική αποκλιμάκωση διαφόρων εμποδίων μη δασμολογικού χαρακτήρα όπως, του dumping, των επιδοτήσεων εξαγωγών, των προμηθειών του Δημοσίου κ.ά. Οι προμήθειες του Δημοσίου ειδικότερα, με την υπογραφή της πρώτης «Συμφωνίας των Κυβερνητικών Προμηθειών» (Government Procurement Agreement – GPA), το 1978, γνώρισαν το πρώτο τους άνοιγμα στο διεθνή ανταγωνισμό. Το άνοιγμα όμως αυτό αφορούσε μόνο στις αγορές υλικών εκ μέρους της Κεντρικής Διοίκησης ενός κράτους. Το δεύτερο μεγάλο άνοιγμα πραγματοποιήθηκε με την υπογραφή της νέας σχετικής Συμφωνίας το 1994 από ένα σύνολο κρατών στο Μάρρακες, κατά το κλείσιμο των διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης. Η νέα Συμφωνία επεκτεινόταν στα δημόσια έργα και τις υπηρεσίες και αναφερόταν σε ένα μεγαλύτερο σύνολο αναθετουσών αρχών, καλύπτοντας τις προμήθειες της Νομαρχιακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης κάποιων πολιτειών των ΗΠΑ και τέλος, συγκεκριμένων οργανισμών παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Ως προς το Γύρο της Ντόχα, επίκεντρο ενδιαφέροντος κατά τις διαπραγματεύσεις αποτέλεσε η δημιουργία ενός περιβάλλοντος με σκοπό τη βελτίωση της διαφάνειας στις πρακτικές των κρατικών προμηθειών που ακολουθούσαν τα κράτη.

Παράλληλα με τις προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο που απέβλεπαν στο άνοιγμα των προμηθειών του Δημοσίου, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΚ) από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, με μία σειρά από Οδηγίες επιδίωκε την κατάργηση της πολιτικής υπέρ της «Αγοράς Εθνικών Προϊόντων» ανάμεσα στα κράτη-μέλη της. Ωστόσο, αυτές οι πρώιμες, όπως χαρακτηρίσθηκαν προσπάθειες, δεν είχαν συνολική εφαρμογή. Κάλυπταν τις αγορές της Κεντρικής Διοίκησης και Τοπικής/Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης σε προμήθειες υλικών και δημοσίων έργων ενώ οι Οργανισμοί Κοινής Ωφέλειας (δηλαδή της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών και του ύδατος) δεν συμπεριλήφθηκαν στις ρυθμίσεις εκείνης της περιόδου. Συμπεριλήφθηκαν αργότερα, το 1993. Μετά το 2004 όμως, επανεντάχθηκαν στους κλάδους της μη εφαρμογής των κοινών κανόνων της ΕΕ αναφορικά με τις προμήθειες του Δημοσίου, οι φορείς παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Τέλος, οι προμήθειες αμυντικών συστημάτων, όπως και εκείνες που αφορούσαν στην αγορά αεροσκαφών για τις ανάγκες της πολιτικής αεροπορίας και στην κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων παρέμειναν και αυτές εκτός των κανόνων που απέβλεπαν στο άνοιγμα των προμηθειών του Δημοσίου στον Κοινοτικό ανταγωνισμό.

Κατά τη δεκαετία του 1980, οι διακρίσεις που εξακολουθούσαν να ισχύουν στο χώρο των προμηθειών του Δημοσίου, αποτελούσαν ένα από τα εμπόδια για την ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Αγοράς, Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, υπό το φως της δημιουργίας της Ενιαίας Αγοράς του 1993, ο μεγαλύτερος κορμός των προμηθειών του Δημοσίου εντάχθηκε στους κανόνες των Κοινοτικών Οδηγιών, που αποσκοπούσαν στην πλήρη κατάργηση των διακρίσεων σε βάρος των ενδοκοινοτικών εισαγωγών. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που μετονομάσθηκε όπως προαναφέρθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), με τις σχετικές Οδηγίες της, εισήγαγε, μετά το 1993, στο χώρο των προμηθειών του Δημοσίου, τη γενική απαγόρευση κάθε είδους διάκρισης σε βάρος των μη εγχωρίων προμηθευτών από οποιοδήποτε κράτος-μέλος, θέτοντας ενιαίες διαδικασίες αναφορικά με τις αρχές της δημοσιότητας, την επιλογή των διαγωνιζόμενων, την ανάθεση μίας σύμβασης κ.ά. Τα αποτελέσματα όμως των προσπαθειών της κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2000 δε μπορούν να θεωρηθούν θεαματικά. Οι εθνικές αγορές δεν άνοιξαν κατά τον προσδοκώμενο τρόπο. Υπό την απειλή όμως του ανοίγματος των εθνικών αγορών προμηθειών του Δημοσίου, οι εγχώριοι προμηθευτές εκλογικεύθηκαν. Συνέπεια της στάσης αυτής ήταν η μείωση των τιμών προσφοράς τους και κατ’ επέκταση, η ελάφρυνση του σκέλους των δαπανών στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών της ΕΕ.

Ως προς τις ΗΠΑ, ο πανίσχυρος μηχανισμός που ρύθμιζε τις σχέσεις της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης με τους προμηθευτές του Δημοσίου, η Πράξη Αγοράς Αμερικανικών προϊόντων, του 1933, αναθεωρήθηκε ευρύτατα για πρώτη φορά με την αποδοχή εκ μέρους των ΗΠΑ της «Συμφωνίας των Κυβερνητικών Προμηθειών», του 1978, του Γύρου του Τόκυο. Μία δεύτερη αναθεώρηση έλαβε χώρα το 1994 με την υπογραφή της νέας «Συμφωνίας των Κυβερνητικών Προμηθειών» κατά το Γύρο της Ουρουγουάης το 1994.

Οι πολιτικές υπέρ της «Αγοράς Εθνικών Προϊόντων» καθώς αποτελούν ένα κύριο μέτρο μη δασμολογικής προστασίας, εμποδίζουν τους ξένους προμηθευτές να συμμετέχουν στις προμήθειες του Δημοσίου, της χώρας που επιλέγει την συγκεκριμένη μορφή προστασίας. Αυτό ερμηνεύει το χαμηλό δείκτη της εισαγωγικής διείσδυσης που παρατηρείται στις προμήθειες του Δημοσίου, σε χώρες που εφαρμόζουν τέτοιες πολιτικές. Οι ξένοι προμηθευτές λαμβάνοντας υπόψη ότι ο συγκεκριμένος φραγμός μη δασμολογικού χαρακτήρα επηρεάζει άμεσα την εξαγωγική τους ικανότητα, αναγκάζονται σε πολλές περιπτώσεις να ιδρύσουν τοπικές παραγωγικές μονάδες, ώστε να θεωρηθούν εγχώριοι παραγωγοί και να συμμετέχουν έτσι στις προμήθειες του Δημοσίου. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το άνοιγμα των προμηθειών του Δημοσίου στον ενδοκοινοτικό και διεθνή ανταγωνισμό ήταν δυνατό – όπως και έγινε – να διαφοροποιήσει τη συμπεριφορά των ξένων επενδυτών κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Πράγματι, το άνοιγμα της αγοράς του Δημοσίου δεν εμποδίζει πλέον τη διεύρυνση της εξαγωγικής τους δραστηριότητας με σκοπό την κάλυψη των αναγκών των αγορών του Δημοσίου μιας ξένης χώρας. Η διαδικασία όμως αυτή, που μπορεί να λειτουργήσει σε βάρος της εισαγωγής ξένων επενδύσεων σε πολλές χώρες, είναι δυνατό να προκαλεί το ανάλογο κόστος σε όρους παραγωγής και απασχόλησης, με τη μετεγκατάσταση των ξένων επιχειρήσεων από τη χώρα υποδοχής τους, η οποία εγκατέλειψε την πολιτική υπέρ της «Αγοράς των Εθνικών Προϊόντων».

Το άνοιγμα της αγοράς των κρατικών προμηθειών στο διεθνή ανταγωνισμό και η ίση μεταχείριση των υποψήφιων προμηθευτών που εισάγεται, δε σημαίνουν αυτόματα ότι πραγματοποιείται σε διεθνές επίπεδο η αποτελεσματικότερη χρήση των πόρων της παγκόσμιας οικονομίας. Χρειαζόμαστε αρκετό χρόνο για να επιτύχουμε με την βοήθεια των προβλεπόμενων διαδικασιών – που συχνά είναι δαπανηρότατες – το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα σε όρους ευημερίας. Αν τέλος, οι όροι της συμφωνίας που οδηγούν στη σύναψη μίας σύμβασης του Δημοσίου ήταν γραμμένοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσδιορίζουν με ακρίβεια όλα τα χαρακτηριστικά του προϊόντος που ζητά η αναθέτουσα αρχή, τις ποινές που θα υποστεί ο υποψήφιος προμηθευτής εάν δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, όπως επίσης και όλες τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις προσφοράς, τότε η τιμή θα αποτελούσε το μόνο εναπομείναν ζήτημα για κάποιο εκλογικευμένο προμηθευτή. Ακόμα και αν δεχθούμε όμως την προαναφερθείσα κατάσταση ως υπαρκτή, η τελική έκβαση της σύμβασης επηρεάζεται από μία σειρά άλλων παραγόντων, οι οποίοι οδηγούν σε μη προσδοκώμενα αποτελέσματα. Τα προαναφερθέντα με τη σειρά τους εισάγουν την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός μηχανισμού προσφυγών, με τη βοήθεια του οποίου ερευνάται κατά πόσο μία οποιαδήποτε σύμβαση του Δημοσίου στηρίζεται σε υποκειμενικά στοιχεία ή είναι συμβατή με τα όσα περιγράφονται κατά τη διακήρυξη και τους όρους που προσδιορίζουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συμβαλλομένων μερών.

Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται μία σειρά θεμάτων σχετικών με τα οικονομικά των προμηθειών του Δημοσίου. Χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο, εξετάζεται η θεωρία των συμβάσεων και η πολιτική της προστασίας και των κινήτρων που εισάγει η πολιτική υπέρ της «Αγοράς Εθνικών Προϊόντων». Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζεται η σχέση των προμηθειών του Δημοσίου με άλλους χώρους της οικονομίας. Στο τρίτο μέρος, η ανάλυση εστιάζεται στα διεθνή θέματα. Εκτίθεται η πολιτική της ΕΕ και τα αποτελέσματά της μετά τη δεκαετή εφαρμογή της από το 1993, η αντίστοιχη των ΗΠΑ και τέλος παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των προσπαθειών με αντικείμενο το άνοιγμα των προμηθειών του Δημοσίου στο διεθνή ανταγωνισμό. Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου, εξετάζονται ειδικά θέματα που σχετίζονται με τους μηχανισμούς επιλογής, ανάθεσης, εποπτείας μίας σύμβασης και με τις προμήθειες του Δημοσίου στο χώρο της Άμυνας. Το τέταρτο μέρος κλείνει με την παρουσίαση απόψεων αναφορικά με τις ηλεκτρονικές κρατικές προμήθειες (e-procurement).