Η Επιτροπή προτείνει την απενεργοποίηση της ισχύουσας παρέκκλισης από το «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης». Εργαλείο της παρέκκλισης αυτής ήταν η ονομαζόμενη γενική ρήτρα διαφυγής, η οποία επέτρεπε αποκλίσεις από τους περιοριστικούς δημοσιονομικούς στόχους του Συμφώνου, που αφορούσαν στο πρωτογενές πλεόνασμα και το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Έτσι θα επανέλθουμε σε ένα άλλο καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας με την έναρξη του 2024.
Η Επιτροπή εισηγείται ένα νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης. Έως τότε το ισχύον νομικό πλαίσιο της γενικής ρήτρας διαφυγής εξακολουθεί να ισχύει. Οπότε το 2023 θα κυλίσει «ομαλά» χωρίς δημοσιονομικούς περιορισμούς. Είναι έτοιμη να προτείνει ειδικές ανά χώρα συστάσεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική για το 2024, που θα συνάδουν με τα κριτήρια και τους προσανατολισμούς της ΕΕ.
Τα κράτη μέλη καλούνται να θέσουν στόχους που να συμμορφώνονται με τα κριτήρια της δημοσιονομικής προσαρμογής όπως αυτά καθορίζονται στους μεταρρυθμιστικούς προσανατολισμούς της Επιτροπής.
Καλούνται επίσης να συζητήσουν τον τρόπο με τον οποίο τα μεταρρυθμιστικά και επενδυτικά τους σχέδια αναμένεται να συμβάλουν στη δημοσιονομική βιωσιμότητα και τη βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
Λόγω υψηλής αβεβαιότητας, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να ληφθεί απόφαση την φετινή άνοιξη για την υπαγωγή των κρατών μελών στη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος. Η Επιτροπή θα προτείνει στο Συμβούλιο να κινήσει όμως τις διαδικασίες του υπερβολικού ελλείμματος την Άνοιξη του 2024, βάσει των πραγματικών στοιχείων του 2023.
Τα προαναφερθέντα λοιπόν θα εισάγουν εύλογα για τη χώρα μας το ακόλουθο, πλην της προσπάθειας για πτωτική πορεία του χρέους/ΑΕΠ: Επαναφορά του πρωτογενούς πλεονάσματος ) στα συμφωνηθέντα, που οφείλουμε να έχουμε στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024, (που προκύπτει από τα έσοδα πλην τις δαπάνες αφαιρουμένων των τόκων των δανείων που πληρώνουμε). Αυτό προτείνεται να ανέλθει στο 2% του ΑΕΠ, από το 2,2% που είχε συμφωνηθεί στο 3ο Μνημόνιο.
Από την εισήγηση της Επιτροπής και τα όσα προτείνει από τον Νοέμβριο του 2022, συνάγεται ακόμη ότι δε θα ενεργοποιηθεί το σε αναστολή από το 2019 «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», που πρόβλεπε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς (δηλ. έσοδα πλην τις δαπάνες –και οι τόκοι μέσα σε αυτές– ίσον με το μηδέν!!!).
Από τη μια πλευρά λοιπόν θα ισχύσουν τα ήδη προβλεπόμενα (δηλ. έλλειμμα γενικής κυβέρνησης κατώτερο του 3% του ΑΕΠ και πτωτική πορεία χρέους /ΑΕΠ). Από την άλλη όμως, στο πλαίσιο εξειδίκευσης των προτάσεων της Επιτροπής, χώρες με μεγάλες αποκλίσεις από τα συμφωνηθέντα, όπως η Ελλάδα (βλ. χρέος), οφείλουν να συντάξουν Μνημόνιο από μόνες τους που θα εγκριθεί όμως από την Επιτροπή.
Η χρηματοδότηση των αναγκών των υπερχρεωμένων κρατών από την ΕΕ δεν φαίνεται να προτείνεται μέσω δανεισμού της μορφής που γνωρίσαμε κατά τα τρία Μνημόνια. Οπότε κάθε κράτος-μέλος, ΄σύμφωνα με την Επιτροπή, οφείλει να βρει τα χρήματα που χρειάζεται από μόνο του!!!
Εδώ και καιρό επισημαίνουμε ότι το 2024 θα είναι διαφορετικό από ό,τι γνωρίσαμε ως τώρα. Κατά την πρόταση της Επιτροπής λοιπόν η ύπαρξη Μνημονίων, άλλης μορφής βέβαια σε σχέση με το παρελθόν για τα «απείθαρχα» κράτη θα είναι πλέον κανόνας. Το τελευταίο προβλέπεται και εμμέσως τόσο από το «Πακέτο των 6 μέτρων» της ΕΕ του 2011(που εισάγει μια αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία με κυρώσεις για τους παραβάτες) όσο και κείνο «Το πακέτο των 2 μέτρων» του 2013 (που εισάγει μια ενισχυμένη εποπτεία για τις υπερχρεωμένες χώρες έως ότου εξοφλήσουν το 75% των χρημάτων που έλαβαν από την ΕΕ γενικά).
Στο πλαίσιο αυτό ο κρατικός προϋπολογισμός οφείλει να γνωρίζει μια ριζική αναδιάταξη των πόρων του:
α) με τον περιορισμό της άκρατης σπατάλης που υπάρχει σήμερα, έχοντας πρωταγωνιστές πολλούς Δήμους και Υπουργεία και με την αναδιάρθρωση των λειτουργικών δαπανών και προμηθειών.
β) με την αύξηση των εσόδων που θα προέλθουν, πλην της φοροδιαφυγής, από την εύρεση δραστικών λύσεων σε χρόνιες παθογένειες (τολμηρή ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους κ.λπ),
γ) με την αξιοποίηση της τεράστιας δημόσιας περιουσίας εκτός του Υπερταμείου, και
δ) με την αναδιάρθρωση του προγράμματος των δημοσίων επενδύσεων που θα οδηγήσει στον εκμηδενισμό των επενδύσεων βιτρίνας, εκείνων λοιπόν με ελάχιστα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Όλα αυτά, μπορούσαν να τεθούν σε ήπια εφαρμογή κατά την πρόσφατη περίοδο, κάτι που δεν έγινε. Είναι εφικτές όμως λύσεις που, μαζί με άλλα εξειδικευμένα μέτρα πολιτικής που έχουν ανακοινωθεί στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ/ΠΣ, επιτρέπουν την πραγματοποίηση των στρατηγικών του επιλογών, με την ένταξή τους στην ατζέντα της νέας κυβερνητικής πολιτικής του άμεσου μέλλοντος.