ΆρθραΔημοφιλήΤελευταία άρθρα

Η κρίση του 2007-9. Αιτίες και τρόποι αντιμετώπισης της

470views

Toυ Μιχαήλ-Πρωτέα Μάρδα

Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση που υπήρξε στην Αμερική και επηρέασε την παγκόσμια οικονομία ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2007 και έληξε τον Ιούνιο του 2009. Η συγκεκριμένη οικονομική-τραπεζική κρίση δημιουργήθηκε εξαιτίας πολλών εξελίξεων, κυρίαρχο όμως ρόλο έπαιξε η κατάρρευση της γνωστής  Αμερικανικής τράπεζας Lehman Brothers λόγω της εμπλοκής της στην αγορά των κατοικιών. Οι τιμές των κατοικιών μειώθηκαν κατά μέσο όρο κατά περίπου 30% από το 2006 έως τα μέσα του 2009, ενώ ο δείκτης  S&P500 έχασε την αξία του κατά 57% από την κορυφή στην οποία βρισκόταν τον Οκτώβριο του 2007. Επίσης η καθαρή αξία των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών των ΗΠΑ μειώθηκε από το ανώτατο επίπεδο των 69 τρισεκατομμυρίων δολαρίων περίπου το 2007 στο κατώτατο επίπεδο των 55 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2009.

(https://www.federalreservehistory.org/essays/great-recession-of-200709)

Στην ανάλυση που ακολουθεί αρχικά δίνονται οι αιτίες της κρίσης, ακολούθως επικεντρώνεται η προσοχή μας στη Lehman Brothers  και στον βραχυχρόνιο χαρακτήρα της κρίσης, συνεχίζουμε με τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης των ακινήτων της περιόδου 2007-8 και τέλος δίνονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτήν την νέα εμπειρία του πλανήτη μας.

  1. Η χρονική εξέλιξη της κρίσης

 2.1 Αιτίες

 

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (2007-2009), οφείλεται σε έναν συνδυασμό οικονομικών και νομισματικών παραγόντων. Σύμφωνα με αναλυτές υπάρχουν διάφορες αιτίες που οδήγησαν στην κρίση αυτή.

 

Πρώτος βασικός παράγοντας ήταν οι ανακατατάξεις διεθνώς που συνδέονταν με την αλλαγή του πορτραίτου του διεθνούς εμπορίου και τις επιπτώσεις του στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών ιδίως της Κίνας και ΗΠΑ, και κατ΄ επέκταση στην παγκόσμια ρευστότητα. Αρχή όλων ήταν η δυναμική της ανάπτυξης της Κίνας που μέσω των εξαγωγών της δημιούργησε μεγάλα πλεονάσματα το δικό της εμπορικό ισοζύγιο, που δεν ενίσχυσαν όμως την εσωτερική της ζήτηση, αλλά οδηγήθηκαν στην αγορά ομολόγων των ΗΠΑ,  ενισχύοντας έτσι την ρευστότητα στην Αμερικανική αγορά. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε το 2007 σε 11% το 2008, σε 9,8% σε το 2009, σε 7,8%, το 2010 σε 8,6% ενώ των ΗΠΑ το 2007 σε 5,2% ενώ αντιστράφηκε το 2008 σε – 4,9%, το 2009 σε -2,6% και το 2010 σε – 2,2%. (Πηγή: IMF, 2009).

 

Η κατάσταση αυτή που οδήγησε σε μεγάλη ρευστότητα στις ΗΠΑ κι σε χαμηλά επιτόκια, άλλαξε τη σχέση αποταμίευσης-επένδυσης. Ψάχνοντας οι επενδυτές να βρουν υψηλές αποδόσεις για τα χρήματα τους προκάλεσαν ισχυρή ζήτηση σε δομημένα ομόλογα που ήταν συνδεδεμένα με ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, με συνέπεια να αρχίζει να μεγαλώνει η «φούσκα» κατά τον γνώριμο όρο των ακινήτων. Η επένδυση εδώ λειτούργησε σε βάρος της αποταμίευσης. Obstfeld and Rogoff (2009), Portes (2009),

 

Δεύτερη αιτία ήταν η μεγάλη πιστωτική επέκταση και η μόχλευση, που ήταν πολύ υψηλή ιδίως στις ΗΠΑ όσο και στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες. Η μόχλευση αυτή, όπως συνήθως, ήταν μια διαρκής απειλή της χρηματοοικονομικής σταθερότητας με αποτέλεσμα να μένει έκθετο το σύστημα σε διαφόρους  κινδύνους, όπως και έγινε.

Η μόχλευση οφείλεται στον δανεισμό, ο οποίος αποβλέπει στην υψηλών αποκόμιση κερδών που θα προέλθει από μια επένδυση σε κάποιους τίτλους (π.χ. παράγωγα)  που εκτιμάται ότι θα είναι σε άνοδο στο μέλλον. Συνήθως δίνονται κάποια μετρητά από την πλευρά του επενδυτή που καλύπτουν το 20 ή 30% της αξίας των προς  αγορά τίτλων ενώ τα υπόλοιπα χρήματα που απαιτούνται δίνονται μέσω δανείων. Στην περίπτωση που επαληθευτούν οι προσδοκίες της ανόδου τότε η απόδοση αφαιρουμένων των δανείων, είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερη από το αρχικό κεφάλαιο που αποφασίσθηκε να επενδυθεί. Αν όμως «στραβώσει» η αγορά, τότε οι ζημίες μπορεί να προκαλέσουν και κρίση εφόσον η μόχλευση είναι εκτεταμένη προκαλώντας όπως λέγεται, «μόλυνση» στην αγοράς (βλ. ακολούθως την περίπτωση της Lehman Brothers).

Στη διαδικασία αυτή σημαντικό ρόλο παίζουν οι τράπεζες και ο τρόπος με τον οποίο δελεάζουν τον επενδυτή, ο οποίος καλείται να καταβάλει λοιπόν ένα τμήμα της συνολικής αξίας των τίτλων που ωθείται να αγοράσει. Το μέγεθος αυτού του μικρού ποσού, γνωστό ως πληρωμή περιθωρίου (margin payment), δεν είναι το ίδιο παντού και εξαρτάται από το είδος των προς πώληση τίτλων. https://capital.com/el/mochleuse-orismos

Η μόχλευση κατά την περίοδο της κρίσης του 2007 είχε συνδεθεί με την αγορά των ακινήτων στις ΗΠΑ, και ειδικότερα με μια σειρά τίτλων που συνδέθηκαν με ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης  (subprime loans)  για αγορά κατοικίας. Αυτή αγορά γνώρισε μια εκρηχτική άνοδο της τιμής των εν λόγω τίτλων για έξι περίπου χρόνια δημιουργώντας μια «φούσκα», αυτήν των ακινήτων. Κατά τη διάρκεια της ανόδου λοιπόν πολλές κατοικίες που αγοράστηκαν με αυτόν τον τρόπο των δανείων, κατόπιν τιτλοποιήθηκαν. Αυτοί οι τίτλοι, που θεωρούνταν και ως μεγάλης μόχλευσης, εισήλθαν στην αγορά και μέσω της μόχλευσης δημιούργησαν διάφορες «φούσκες», που επεκτάθηκαν σε  σύνθετα προϊόντα, δύσκολα κατανοητά από τους απλούς επενδυτές, όπως τα CDSs – Credit Default Swaps.

 

Οι τράπεζες ήταν ανίκανες να απορροφήσουν τους κραδασμούς της κατάρρευσης, όχι μόνο λόγω έλλειψης κεφαλαίων, αλλά και λόγω αδυναμίας βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Έτσι το ντόμινο, του σκασίματος των «φουσκών» συνέχισε και κορυφώθηκε με την πτώχευση της Lehman Brothers όπως και μεγάλων τραπεζικών και ασφαλιστικών οργανισμών το Φθινόπωρο του 2008. Εύλογα η όλη εξέλιξη οδήγησε σε κρίση εμπιστοσύνης το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες του βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Οπότε η κρίση ρευστότητας ήταν ο τελευταίος απόηχος του κραχ της περιόδου, που εκδηλώθηκε κυρίως κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2008. Όπως ήταν αναμενόμενο η χρηματοοικονομική κρίση έθιξε την πραγματική οικονομία κάτι που εκδηλώθηκε με δύο τρόπους: Αρχικά οι τράπεζες ήταν απρόθυμες να προβούν σε δανεισμό και δεύτερον, καταστράφηκαν νοικοκυριά και επιχειρήσεις που βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα του σκασίματος της «φούσκας». Όλα αυτά αντανακλάστηκαν στο διεθνές εμπόριο, στη μείωση της κατανάλωσης, του ΑΕΠ και την άνοδο της ανεργίας.

 

Τρίτος παράγοντας είναι οι ακραίες συμπεριφορές στις οποίες οδηγήθηκαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που ακολουθούσαν μια πολιτική ριψοκίνδυνων επενδύσεων χωρίς να τιμολογούν σωστά τον κίνδυνο.

 

Ο τέταρτος σημαντικός παράγοντας είναι η χαλαρή εποπτεία του χρηματοπιστωτικού χώρου στο σύνολό του με συνέπεια τον μη περιορισμό του συνολικού κινδύνου.  Αποδείχθηκε ανεπαρκής, τροφοδοτώντας έτσι όλες εκείνες τις τραπεζικές πρακτικές, που σε τελική ανάλυση λειτούργησαν και ως μπούμερανγκ, προκαλώντας το κλείσιμο χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

 

Πέμπτος παράγοντας η ασύμμετρη πληροφόρηση αναφορικά με διαφορά πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα όπως (CDOs- Collateralized Debt Obligations, CDSs – Credit Default Swaps, κ.α.), που πρόσφεραν όμως ευκαιρίες πλουτισμού.

 

Και τέλος, υπήρχε πλήρης έλλειψη διαφάνειας σε όλο το εύρος αυτής της διαδικασίας αγοροπωλήσεων με συνέπεια όπως σημειώνει ο Zingales «ήταν δύσκολο να προσδιορίσεις ποιος ήταν κάτοχος του οτιδήποτε» (Zingales, 2008). Αν από τις αρχές του 2000 υπήρχε ένας σωστό εποπτικός μηχανισμός με τη βοήθεια ρυθμιστικών μέτρων που θα περιόριζαν τον κίνδυνο της οποιασδήποτε  ανεξέλεγκτης πιστωτικής επέκτασης και της μόχλευσης, τότε οι εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές.

 

Ως συνέπεια όλων αυτών είναι η δημιουργία μιας μεγάλης «φούσκας» λόγω της ανόδου της τιμής των χρηματοοικονομικών προϊόντων, που συνδέονταν με ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης για αγορά κατοικίας κάτι που δεν μπορούσε να ερμηνευθεί από τα  οικονομικά δεδομένα της στιγμής. Οπότε, σύμφωνα με την παγκόσμια εμπειρία η «φούσκα» αυτή κάποτε σκάει. (Κολλίντζας και Ψαλιδόπουλος, 2009). Και αν τα επενδυμένα χρήματα είναι χρήματα των επενδυτών, δηλαδή ίδια κεφάλαια,  απλά αυτοί γίνονται φτωχότεροι. Αν όμως προέρχονται από δάνεια στο όνομα της μόχλευσης, τότε η καταστροφή είναι ανεπανόρθωτη. Οποίος προφθάνει να πουλήσει πριν το σκάσιμό της όποιας φούσκας κάνει βέβαια πολλά χρήματα, αρκεί να διαθέτει την απαραίτητη πληροφόρηση.

 

Η φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ γνώρισε το τέλος της από τα μέσα του 2007. Από το 1950 ως το 1975 οι τιμές των ακινήτων παρέμεναν σχετικά σταθερές στις ΗΠΑ με μικρόδιακυμάνσεις. Μια πρώτη κορυφή γνώρισαν οι τιμές αυτές το 1980 και μετά από μια μικρή κάμψη γνώρισαν μια δεύτερη κορυφή το 1990. Κατόπιν ως το 2001 κατέγραψαν μια πτώση. Από το 2001 όμως γνώρισαν μια ανώμαλη άνοδο κατά τον Shiller, μοναδική στην ιστορία των ΗΠΑ με κορύφωση το 2007. (Shiller, 2005). Η άνοδος αυτή των τιμών ερμηνευόταν κατά πολλούς από την άνοδο των ποιοτικών στοιχείων που συνδέονται με το κτίσιμο (τα υλικά) των κατοικιών. (McCarthy and Peach (2004).

 

Και εδώ βέβαια αναδείχθηκε ένα άλλο πρόβλημα. Αυτό των οίκων αξιολόγησες  που κατηγορήθηκαν για μεροληπτικές κρίσεις και αδικαιολόγητες υψηλές βαθμολογίες χρηματοπιστωτικών οίκων με μεγάλη εμπλοκή στα δομημένα ομόλογα συνδεδεμένα με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια  χαμηλής εξασφάλισης , σε μια περίοδο όπου ο κίνδυνος του σκασίματος της «φούσκας» των ακινήτων ήταν ορατός. Η μεροληπτική αυτή συμπεριφορά οφειλόταν ενδεχομένως και στο ότι οι εκδότες τέτοιων τίτλων ήταν και οι χρηματοδότες της αξιολόγησης, κάτι με  το οποίο οι εποπτικές αρχές οφείλουν να επανεξετάσουν, (SEC, 2008). Τέλος, οι αγοραστές τέτοιων τίτλων, βλέποντας τις υψηλές αξιολογήσεις των τραπεζών αλλά μη έχοντας την απαραίτητη πληροφόρηση για την κατάσταση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ήταν μπλεγμένες σε ένα τέτοιο σύστημα, το οποίο χαρακτηριζόταν και από την πολυπλοκότητα του, είτε γνώριζαν είτε όχι είτε για λόγους απληστίας αποδέχθηκαν ένα κίνδυνο που ελλόχευε και ήταν ορατός σε κάποιους λόγω της ανώμαλης ανόδου των τιμών των ακινήτων.

 

Παρά το μεγάλο σοκ όμως που δέχθηκε η παγκόσμια οικονομία, που ορισμένοι το παραλληλίζουν με αυτό της κρίσης του 2029, η αυτοθεραπεία του συστήματος φαίνεται ότι ήρθε γρήγορα. Έτσι πλην του 2009 όπου το παγκόσμιο ΑΕΠ γνώρισε  την αναμενόμενη κάμψη, μετά το 2009 τα θετικά πρόσημα στην οικονομία επανήλθαν. Στις ΗΠΑ το ΑΕΠ γνώρισε τις ακόλουθες εξελίξεις 2007: 2,1%, 2008: 0,4%, 2009: -2,7%, 2010: 1,5%. Στην Κίνα και την Ινδία ο καλπασμός του ΑΕΠ ξεπέρασε το 5% καθ’ όλη αυτήν την περίοδο. (IMF, 2009)

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε όλη αυτήν την αλυσίδα της καταστροφής παρουσιάζουν τα όσα συνέβησαν στη Lehman Βrothers, που ήταν στην κορυφή του παγόβουνου της κρίσης, λόγω της μεγάλης συμμετοχής της στα συγκεκριμένα δομημένα ομόλογα που είχαν ως βάση τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια  χαμηλής εξασφάλισης.

 

2.2 Lehman Brothers : Ιστορικά στοιχεία

 

Η Lehman Brothers, πριν τον απότομο αφανισμό της, ήταν μέσα στις τέσσερις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών και διέθετε πάνω από 25.000 εργαζόμενους. Ιδιαίτερα δραστήριος Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας ήταν ο Richard Fuld, ο οποίος οδήγησε στην αύξηση της συμμετοχής της εταιρίας σε συναλλαγές με τα δικά της χρήματα. Η επέκταση αυτή έγινε τη δεκαετία του 2000 με τα στεγαστικά δάνεια που άνθησαν.

 

Η Lehman Brothers επεκτάθηκαν ιδίως κατά τη διετία 2003-2004, στα γνωστά ενυπόθηκα  στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, με δανειολήπτες λοιπόν που είχαν περιορισμένη οικονομική εμβέλεια και οι οποίοι κάτω από άλλες συνθήκες δε θα μπορούσαν να πάρουν στεγαστικό δάνειο. Οι τιμές των κατοικιών στα μέσα του 2006  άρχισαν να πέφτουν ραγδαία γνωρίζοντας βέβαια κάποιες διακυμάνσεις και αγγίζοντας μια νέα κορυφή (την τελευταία) τον Φεβρουάριο του  2007. Πολλοί από τους δανειολήπτες όμως δεν είχαν χρήματα και αθετούσαν τις οφειλές τους. Πάρα τις ενδείξεις της πτώσης η Lehman Brothers δεν εγκατέλειψε την πολιτική της στα συγκεκριμένα δάνεια και τα σχετικά με τα ακίνητα χρεόγραφα, που έφτασαν τα 111 δις. δολάρια. Σύμφωνα με το παρακάτω Διάγραμμα 1 είναι φανερή η διαχρονική αύξηση της κεφαλαιοποίησης της Lehman Brothers έως και το 2006. Με το πέρασμα των μηνών και καθώς η αξία των ακινήτων μειωνόταν φαίνεται η ραγδαία πτώση της κεφαλαιοποίησης (βλ. Διάγραμμα 1)

(https://ypfsresourcelibrary.blob.core.windows.net/fcic/YPFS/001-2014-3A-V1-LehmanBrothers-A-REVA.pdf)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 – Η πορεία της κεφαλαιοποίησης της Lehman Brothers

 

 

Πηγή: (https://www.researchgate.net/figure/Lehmans-market-cap-in-billion-US-Wiggins-et-al-2019_fig1_354439577)

 

Όταν η «φούσκα» των ακινήτων έσκασε τότε ξεκίνησε το ντόμινο της πτώσης από τις τράπεζες που χορηγούσαν τα δάνεια και ακολούθως τα μετέτρεπαν σε ομόλογα-χρεόγραφα, σε αυτές που τα αγόραζαν και τα μεταπωλούσαν (μαζί με επενδυτικά ταμεία και hedge fund) στους ανυποψίαστους επενδυτές, που έψαχναν ένα γρήγορο κέρδος. Τα χρεόγραφα αυτά καθώς «πατούσαν» σε αξίες ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου δεν άργησαν να περάσουν τα σύνορα των ΗΠΑ και να «μολύνουν» όλο τον κόσμο.

15 Σεπτεμβρίου 2008, η Lehman brothers Holdings κατέρρευσε μετά από 164 χρόνια λειτουργίας. Κατά την κατάρρευση δήλωνε 639 δις δολάρια απαιτήσεις και 613 δις δολάρια χρέη. Παρά το γεγονός ότι κυκλοφορούσε το ρητό «Πολύ μεγάλη για να αποτύχει» (Too big to fail) η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν έκανε κάποια προσπάθεια για τη σώσει όπως έκανε για άλλους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις το κόστος για την οικονομία των ΗΠΑ σε απώλεια output (σε αξία αγαθών και υπηρεσιών που δεν παρήχθησαν εξαιτίας της κρίσης) ανήλθε από λίγα τρις δολάρια ως τα10 τρις δολάρια και αυτό παρά τις προσπάθειες της FED των ΗΠΑ και των Κεντρικών τραπεζών  των βιομηχανικών κρατών για τo ξεπέρασμα της κρίσης.

 

Οι Lehman Brothers που μετανάστευσαν από τη Γερμανία στις ΗΠΑ στα μέσα του αιώνα το 1800 άρχισαν δουλειές μέσω ενός παντοπωλείου, προμηθεύοντας τους αγρότες βαμβακιού με τα απαραίτητα. Καθώς οι αγρότες αντί για χρήματα τους έδιναν βαμβάκι, άρχισαν να ασχολούνται με το εμπόριο βαμβακιού. Από εκεί και μετά επεκτάθηκαν στο εμπόριο άλλων αγαθών  βοηθώντας παράλληλα εταιρίες να βρουν κεφάλια. Το 1887 οι Lehman brothers εισήχθησαν στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης.

Κατά τη δεκαετία του 1990 άρχισαν να επεκτείνονται σε πιο ρισκαρισμένα και πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Το 2006 λίγο πριν τη μεγάλη κρίση της εταιρίας λειτουργούσαν σε τρεις χώρους στις αγορές κεφαλαίου, στις τραπεζικές επενδύσεις και στη διαχείριση των επενδύσεων. Αρκετά χρόνια πριν το 2007 επεκτάθηκαν και στα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου  σε μια περίοδο επέκτασης της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ.

 

Το 2007 η εταιρία αγόρασε στα πλαίσια μιας επιθετικής πολιτικής, διαφορά στοιχεία ενεργητικού (assets) που συνδέονταν με την αγορά των ακινήτων, η οποία όμως άρχισε να παρουσιάζει κάμψη από τα μέσα του 2006. Και ενώ όλοι έφευγαν από την αγορά των ακινήτων η εταιρία συνέχιζε να κινείται επιθετικά εκεί.  Αυτό δημιούργησε προβλήματα στην εταιρία, η οποία άρχισε στα μέσα του 2007 να αντιμετωπίζει προβλήματα εύρεσης ρευστότητας αναγκαζόμενη να πουλήσει υποτιμημένα assets για να κρατήσει ισοσκελισμένο τον ισολογισμό της. Αλλά και αυτό δεν ήταν εφικτό καθώς δεν έβρισκε αγοραστές. Το μοντέλο της υψηλής μόχλευσης σε υψηλού κινδύνου επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν έδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα οδηγώντας την εταιρία στη συσσώρευση ζημιών.

 

Στις αρχές του 2008 η εταιρία κάλυπτε τις ανάγκες της με βραχυχρόνια δάνεια που της προκάλεσαν ένα υψηλό κόστος δανεισμού, ενώ από την άλλη πολλές χρηματοπιστωτικές οργανισμοί δεν δέχονταν τα assets της εταιρίας που συνδέονταν με τα ακίνητα ως αντίκρισμα (collateral) ή τα δέχονταν με μεγάλες εκπτώσεις. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 2008 ανακοίνωσε ζημίες 3,9 δις δολάρια εξαιτίας των τοξικών assets που είχε ενώ προσπάθησε να διαχωρίσει τα τοξικά ομόλογα από το υγιές μέρος της εταιρίας.

 

Στις 12-14 Σεπτεμβρίου του 2008 παρά την υποστήριξη που ζήτησε η εταιρία από την κυβέρνηση, αυτό το αίτημα δεν έγινε αποδεκτό. Οπότε στις 15 Σεπτεμβρίου βλέποντας ότι δεν μπορούσε να αντλήσει κεφάλαια από οπουδήποτε το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας ψήφισε υπέρ της πτώχευσης της εταιρίας. (Wiggins, Piontek and Metrick 2014).

 

Λίγες ημέρες αργότερα ο Bernanke o πρόεδρος της FED έκανε την  ακόλουθη δήλωση «Μπορεί να μην έχουμε οικονομία τη Δευτέρα» (Thomas and Hirch, 2009). Tο σοκ που προκάλεσε η κατάρρευση της εταιρίας φαίνεται και σε δηλώσεις διαφόρων επιφανών οικονομολόγων όπως του Lucas που είπε ότι «Ως την πτώση της Lehman Βrothers η ύφεση ήταν μια τυπική διαδικασία μιας καθοδικής πορείας της μεταπολεμικής περιόδου… Με την Lehman Brothers… η κατάσταση άλλαξε άρδην (Lucas 2009). Όπως ο Lucas πολλοί άλλοι επισήμαναν ότι η κρίση εκείνη  άλλαξε πολλά στον πλανήτη  και ο Blinder είπε ότι «Μετά την Lehman… κανένας χρηματοδοτικός οργανισμός δεν φαινόταν ασφαλής.»  (Blinder 2009). Γενικά όλοι υποστήριζαν ότι υπήρχε και συστημική κρίση, που οδήγησε στο μάζεμα των πιστώσεων και στον διατραπεζικό δανεισμό και το κυριότερο, η όλη υπόθεση έθιξε την αξιοπιστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Βέβαια πολλοί αναρωτιόντουσαν πώς ένα μεμονωμένο περιστατικό ενός χρηματοδοτικού οργανισμού γύρισε σε μια βαθιά οικονομική κρίση προκαλώντας ένα μοναδικό πανικό. Τα βάρος της ερμηνείας δόθηκε στην κατάρρευση της εμπιστοσύνης στον χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας, παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε δεν έδιναν πολλοί σημασία σε αυτό. Μόνο λίγες μελέτες αναφέρονταν στη σημασία αυτού του παράγοντα.

 

Ο Bagehot (1922 σελ. 151-15) τονίζει ότι «ένα μικρό ατύχημα μπορεί να την πληγώσει ένα όμως μεγάλο μπορεί σχεδόν να την καταστρέψει» προκαλώντας πανικό. Και αυτό συνέβη με την αγορά των ακινήτων των ΗΠΑ και τη «φούσκα» που δημιούργησε. Άτομα που για πρώτη φορά αγόραζαν ένα ακίνητο, αυτό μπορούσαν να το κάνουν χωρίς ιδιαίτερους ελέγχους για τα εισοδήματα που είχαν και χάρις στη δυνατότητα υποθήκης του ακινήτου που αγόραζαν και του εύκολου στεγαστικού δανείου. Όλοι αυτοί μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους με την προϋπόθεση ότι η αγορά ακινήτων είχε ανοδική πορεία, οπότε σε κάποια δυσκολία μπορούσαν να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους τους δανείου και να παραμένουν κάτοχοι του ακινήτου τους. Από τη στιγμή που αντιστράφηκε το κλίμα και άρχισαν να καταγράφονται ζημιές η αγορά κατέρρευσε.

 

Αυτό έγινε, όπως προαναφέρθηκε το 2007, όπου η πτώση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ έθιξε το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Έτσι τον Αύγουστο του 2007 καθώς παρουσιάστηκαν τα πρώτα σημάδια της τελικής πτώσης τόσο η FED όσο και η ΕΚΤ έπρεπε να εισάγουν στην αγορά δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ στο χρηματοδοτικό τους σύστημα. Η αποτυχία των νέου τύπου ανυπόθηκων δανείων, που τιτλοποιήθηκαν  και με την υψηλή  μόχλευση «έσκασε» η «φούσκα» τον Αύγουστο του 2007. Η τιτλοφόρηση και ο τρόπος αγοροπωλησίας τους, εκτός χρηματιστηρίου (over the counter), ήταν κύριες αιτίες της απειλής που διαφαινόταν στον ορίζοντα.

 

2.3 Η κρίση ήταν βραχυχρόνια – Τεχνική ανάλυση

 

Η τραπεζική κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αλλά η χρονική διάρκεια της ήταν μικρή, κάτι που δεν συνέβη στην κρίση του 1929, αν και αρκετοί βιάστηκαν να τη θεωρήσουν ως κάτι όμοιο της. Η ανάλυση που ακολουθεί δείχνει τον βραχυχρόνιο χαρακτήρα της κρίσης και τη γρήγορη θεραπεία της.

 

Θα αναλύσουμε τον S&P500 ο οποίος είναι ο δείκτης του Αμερικάνικου Χρηματιστηρίου. Ο συγκεκριμένος δείκτης εμπεριέχει τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις με βάση της κεφαλαιοποίηση τους (Market cap). Σύμφωνα με την τεχνική μου ανάλυση και με την βοήθεια του trading view, παρατηρούνται αρκετά patterns που μας βοηθούν να καταλάβουμε τις επιπτώσεις που είχε το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξαιτίας της τραπεζικής κρίσης.

 

Πρώτα από όλα είναι φανερό ότι είχαμε μια τεράστια άνοδο του δείκτη από το 2003 έως τα τέλη του 2007. Αυτό σηματοδοτεί ότι οι επιχειρήσεις είχαν μια ανοδική τάση, υπήρχε μια σταθερή συχνότητα αγοράς μετοχών και οι επενδυτές φαινόντουσαν πολύ ευχαριστημένοι από το συγκεκριμένο γεγονός καθώς το portofolio τους αυξανόταν με σταθερούς ρυθμούς. Μόλις εμφανίστηκε η χρηματοπιστωτική κρίση και κατέρρευσε η Lehman Brothers οι επενδυτές πανικοβλήθηκαν και προσπαθούσαν να πουλήσουν ό,τι μπορούσαν. Αυτό σήμαινε ότι εκτός από την πτώση όλων των χρηματιστηρίων, πολλοί επενδυτές έχασαν πολλά χρήματα λόγω του πανικού. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αξίζει να αναφέρουμε την έκφραση «Μερικοί δισεκατομμυριούχοι έγιναν εκατομμυριούχοι σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα»..

 

Στις αρχές του 2009 ο δείκτης έφτασε να αξίζει 652.76 μονάδες και έτσι έχουμε τα All time low του δείκτη. Μπορεί η τραπεζική κρίση να επέφερε πολλές ζημίες στους επενδυτές, όμως σύμφωνα και με το διάγραμμα φαίνεται η οικονομία να απορρόφησε την συγκεκριμένη κρίση σε μικρό χρονικό διάστημα και προσαρμόστηκε άμεσα στις προκλήσεις του προβλήματος που προκλήθηκε. Για να υπάρχει μια ολοκληρωμένη τεχνική ανάλυση θα πρέπει να αναλυθούν και μερικοί δείκτες. O πιο γνωστός δείκτης που χρησιμοποιείται στην τεχνική ανάλυση είναι ο κινητός μέσος όρος των τελευταίων 50 ημερών (ανοιχτή μπλε γραμμή) και ο κινητός μέσος όρος των τελευταίων 200 ημερών (σκούρη  μπλέ γραμμή). Όταν η τιμή του δείκτη πέσει κάτω από τον Κινητό Μέσο Όρο (Moving  Average ) τότε υπάρχει δυνατό σήμα να πέσει και άλλο η τιμή του δείκτη όπως και έγινε τον Αύγουστο του 2008.

 

Πολλοί ειδικοί θεωρούν ότι ο κινητός μέσος όρος των 50 ημερών δεν είναι πάντα τόσο έγκυρος και για αυτό το λόγο βασίζονται περισσότερο στον μέσο όρο των 200 ημερών καθώς υπάρχει μεγαλύτερο εύρος-range ημερών. Η τιμή του δείκτη πέφτει κάτω από το κινητό μέσο όρο των 200 ημερών τον Νοέμβριο του 2008. Ένας ορθολογικός επενδυτής την συγκεκριμένη περίοδο το μόνο που θα έπραττε θα ήταν να παρακολουθεί εντατικά την τεχνική ανάλυση του δείκτη και το μόνο που θα μπορούσε να κάνει είναι να ποντάρει ότι θα πέσει και άλλο ο δείκτης (short). Κάτω από το βασικό Διάγραμμα έχουμε έναν ακόμα δείκτη ο οποίος ονομάζεται RSI (μωβ γραμμή). Ο συγκεκριμένος δείκτης δείχνει την συχνότητα αγοράς και πώλησης τεμαχίων. Με βάση την τεχνική ανάλυση όταν ο RSI ξεπερνά την 70 μονάδες είναι σημείο πώλησης και όταν πέφτει κάτω από 30 μονάδες είναι σημείο αγοράς.

 

Ο συγκεκριμένος δείκτης ξεπέρασε τις 70 μονάδες στα μέσα του 2007. Στην συνέχεια προκλήθηκε μια μεγάλη πτώση και έφτασε σε σημείο ο RSI το 2009 να φτάνει στις 26 μονάδες. Μπορεί το ρίσκο να ήταν μεγάλο αλλά ένας επενδυτής που εμπιστεύτηκε τον δείκτη στο άμεσο μέλλον βγήκε κερδισμένος. O RSI στο συγκεκριμένο παράδειγμα είχε έγκυρα αποτελέσματα και θεωρείται και για αυτό το λόγο ένας βασικός βοηθητικός δείκτης της τεχνικής ανάλυσης. Μετά το 2009 βλέπουμε μια σταθερή άνοδο του χρηματιστηρίου και συγχρόνως του S&P500.

 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2 – Εξελίξεις στο χρηματιστήριο των ΗΠΑ

 

Πηγή: Trading view

 

3.Αντιμετώπιση της κρίσης

 

Αρχικά αν και  η κυβέρνηση των ΗΠΑ αδράνησε στη Lehman Bothers κατόπιν παρέμβηκε με ενέσεις ρευστότητας δισεκατομμυρίων δολαρίων υπέρ Αμερικανικών εταιριών, (βλ. ακολούθως) και έσωσε τον ασφαλιστικό κολοσσό την AIG στις 16 Σεπτεμβρίου δίνοντας 85 δις δολάρια και αποκτώντας το 7,9% του μετοχικού της κεφαλαίου. Η κατάρρευση της AIG λόγω της κατάρρευσης της αγοράς των ακινήτων των ασφαλισμένων και σε αυτόν, θα σήμανε την έναρξη μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης χωρίς την οποιαδήποτε πρόβλεψη και με υπερπολλαπλάσιες επιπτώσεις αυτών της Lehman Brothers καθώς θα είχαμε κατάρρευση δυο κολοσσών αντί του ενός και μόνο. Ο πρόεδρος Μπους βέβαια δεν έκανε το ίδιο για την Lehman Βrothers λέγοντας σε ώρα εκνευρισμού ίσως και στη δική του γλώσσα ότι « Αυτό το κoρόιδο (sucker) θα μπορούσε να φάει τη βουτιά του» (Mason, 2009, σελ. 28). Ο όρος «κορόιδο» οφείλεται μάλλον στο ότι ένας τέτοιος τραπεζικός κολοσσός παγιδεύτηκε στα επίμαχα τοξικά ομόλογα.

 

Οι δημοσιονομικές και νομισματικές παρεμβάσεις και η αμεσότητα που τις διέκριναν σε συνδυασμό με τη διεθνή συνεργασία οδήγησαν τις περισσότερες οικονομίες εκτός ύφεσης το 2010. Η αντίδραση βέβαια των κυβερνήσεων μέσω της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής προκάλεσε σημαντικά ελλείμματα στον κρατικό τους προϋπολογισμό αυξάνοντας το χρέος. Βέβαια όλα αυτά είναι χρήσιμα στη βραχυχρόνια περίοδο  καθώς τονώνουν τη ζήτηση που ήδη ήταν σε μεγάλη κάμψη.  Μεσοπρόθεσμα όμως μπορούν να προκαλέσουν αντιαναπτυξιακές προσδοκίες λόγω αναμονής για περισσότερους φόρους που θα καλύψουν τα ελλείμματα.

 

Η δημοσιονομική επέκταση προκάλεσε λοιπόν υψηλά ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς τροφοδοτώντας τα δημόσια χρέη.  Τα δημοσιονομικά πακέτα στις ΗΠΑ ήταν όμως πιο τολμηρά σε σχέση με εκείνα της ΕΕ. Το 2008 το κόστος αυτού του πακέτου ήταν 178 δις δολάρια (1,2% του ΑΕΠ)  ενώ κατά το 2009-19 ανήλθε στα 789 δις δολάρια, (5,5% του ΑΕΠ). Στην ΕΕ κατά το 2009 -10 το αντίστοιχο ποσό ανήλθε σε 245 δις ευρώ (2,8% του ΑΕΠ). Το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε στις ΗΠΑ το 2008 στο -6,4% του ΑΕΠ και το 2009 στο -11,3% του ΑΕΠ ενώ στην Ευρωζώνη το αντίστοιχα ποσοστά ήταν -2% και – 6,4%. (European Commission, Economists Intelligence Unit). Βέβαια οι κίνδυνοι είναι γνωστοί αυτής της πολιτικής. Τροφοδοτούν το χρέος θέτοντας σε πολλές περιπτώσεις ζητήματα μελλοντικής εξυπηρέτησης τους. Ακόμη η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε συνδυασμό με μια όμοια νομισματική πολιτική μπορεί να προκαλέσει και πληθωριστικές πιέσεις.

 

Ως προς τις νομισματικές παρεμβάσεις, οι κεντρικές τράπεζες μείωσαν δραστικά τα επιτόκια  ενισχύοντας από την άλλη τη ρευστότητα. Η FED στις ΗΠΑ μείωσε το βασικό της επιτόκιο από 5,25% τον Σεπτέμβριο του 2007 στο 0,25% τον ∆εκέμβριο του 2008. Η ΕΚΤ πιο δειλά ακολούθησε ξεκινώντας με μειώσεις από τον Οκτώβριο του 2008 από το 4,25% στο 1% τον Ιούνιο του 2009 .

 

Πέρα όμως από αυτήν την πολιτική τίθεται σε εφαρμογή από τον Δεκέμβριο του 2007 εκ μέρους της FED ένα πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» κατά το οποίο δόθηκε η ευκαιρία στα  χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να βελτιώσουν τη ρευστότητά τους δίνοντας ως ενέχυρου αποδεκτά περιουσιακά στοιχεία. Η λίστα αυτή διευρύνθηκε το 2008 ενώ παράλληλα διευρύνθηκε ένα άλλο σύστημα διευκολύνσεων υπέρ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ακόμη οι τρεις μεγάλες κεντρικές τράπεζες , η FED, η ΕΚΤ η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας έθεσαν σε εφαρμογή ένα σύστημα ανταλλαγής νομισμάτων (swap currency lines), ενισχύοντας έτσι και με τον τρόπο αυτόν τη ρευστότητα στις διεθνείς χρηματαγορές.

 

Παρεμβάσεις είχαμε και υπέρ εταιριών έτσι ώστε να αποφευχθεί κάποια όμοια της Lehman Brothers κατάρρευση. Έτσι διασώθηκε, πλην της AIG,  η Bear Sterns από τη JP Morgan καθώς η FED παρείχε στη JP Morgan πιστωτική διευκόλυνση ύψους 29 δισ. δολαρίων. Ακόμη, πέραν των άλλων μέτρων,  τον Οκτώβριο του 2008 αποφασίζεται η χρηματοδότηση των αμερικανικών επιχειρήσεων με τη βοήθεια μιας βραχυχρόνιας παρέμβασης που γινόταν με την αγορά τριμηνιαίων εμπορικών ομολόγων απευθείας από τους εκδότες τους. Κατά τον ίδιο μήνα εισάγεται το σχέδιο διάσωσης TARP ( Troubled Asset Relief Program), 700 δισ. δολαρίων για τη στήριξη των εμπορικών τραπεζών. (Χαρδούβελης, 2009).

 

Σε περιόδους κρίσης και όχι μόνο φυσικά, χρειάζεται ένα σύστημα  προστασίας-εγγύησης των καταθέσεων. Αυτό έγινε κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2007-9. Η εγγύηση των καταθέσεων λειτουργεί αποτρεπτικά σε μαζικές αναλήψεις όταν ο κόσμος νιώθει ότι απειλούνται τα χρήματά του που βρίσκονται στις τράπεζες. Σε όλο τον βιομηχανικό κόσμο από το 2008 το σύστημα των εγγυήσεων γνώριζε μια νέα άνοδο με συνέπεια να πολλαπλασιαστούν τα εγγυημένα από το κράτος ποσά των καταθετών, Στις ΗΠΑ π.χ. το εγγυημένο ποσό των 100 χιλιάδων δολαρίων ανήλθε στα 250 χιλιάδες δολάρια αλλά ως το 2013. Σε κάθε χώρα της ΕΕ, κατ’ εφαρμογή των σχετικών Οδηγιών της ΕΕ τα ποσά αυξήθηκαν με διαφορετικούς όμως ρυθμούς. Στην Ελλάδα το αρχικό υπό εγγύηση ποσό των 20 χιλιάδων ευρώ ανήλθε σε 100 χιλιάδες ευρώ.

 

Μια άλλη πολιτική των κυβερνήσεων ήταν τα πακέτα διάσωσης των εγχωρίων τραπεζών. Το ύψος αυτής της ενέργειας είναι επίσης διαφορετικό σε κάθε χώρα της ΕΕ και κυμαίνεται από το 3% του ΑΕΠ στην Ιταλία, έως το 22% στην Ιρλανδία. Στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 11% του ΑΕΠ. Σε άλλες χώρες αποφασίσθηκε  η κρατικοποίηση  – κατά το ένα μέρος – πολλών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

 

Τέλος, ήταν διάχυτη η άποψη ότι το σύστημα της εποπτείας δεν ήταν αυτό που έπρεπε. Οπότε ένα  άλλο σύνολο προτάσεων αφορούσε την αύξηση της εποπτείας στην αγορά. Αυτό αφορά ουσιαστικούς περιορισμούς στα παράγωγα, και στα hedge funds στις ΗΠΑ και σε μέτρα προστασίας των καταναλωτών από καταχρηστικές πρακτικές των τραπεζών. Ακόμη αυξήθηκαν οι εκπρόσωποι του δημοσίου στα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών που ενισχύθηκαν κεφαλαιακά από το κράτος. Σε διάφορα κράτη τέθηκαν περιορισμοί στα μπόνους των στελεχών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ η FED τα συνδέει με τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο και στην  ΕΕ έχει αλλάξει ο χρονικός ορίζοντας για την καταβολή τους.

 

Ακόμη στην ΕΕ ενισχύθηκε η όλη εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος με την δημιουργία δυο τύπων εποπτείας. Ο πρώτος παρακολουθεί τις εν δυνάμει απειλές που απορρέουν από τις μακροοικονομικές εξελίξεις και συστημικούς κινδύνους. Εδώ κύριο ρόλο παίζουν οι κεντρικές τράπεζες. Ο δεύτερος επικεντρώνει την προσοχή του στα κράτη-μέλη και αποτελείται από ένα δίκτυο εθνικών εποπτικών αρχών που παρακολουθεί τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και μεριμνά για την προστασία των καταναλωτών.

 

4.Συμπεράσματα

 

Ως προς τα γενικά συμπεράσματα, που είναι γραμμένα σε πολλά άρθρα και παρουσιάσεις σημειώνουμε τα ακόλουθα. Η κρίση του 2007-9 οφείλεται σε ένα συνδυασμό πολλών αιτιών. Η Κίνα και οι ανισορροπίες που προκάλεσε η δυναμική της ανάπτυξη μαζί με τα προβλήματα της ρευστότητας που η ίδια προκάλεσε στις ΗΠΑ, τα χαμηλά επιτόκια που προκάλεσαν τη «φούσκα» των ακινήτων μέσω των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης, η τάση για γρήγορο πλουτισμό των επενδυτών σε ένα περιβάλλον με ελλιπή πληροφόρηση, η  υψηλή μόχλευση των τραπεζών μέσω βραχυχρονίων δανείων για αγορά των τίτλων των εν λόγω ενυπόθηκων δανείων, στα πλαίσια μιας ανεπαρκούς εποπτείας, δημιούργησαν ένα επικίνδυνο εκρηκτικό μενού, όπου οι κυβερνήσεις έπαιξαν στον ρόλο του πυροσβέστη.

 

Μια τέτοια κρίση όπως είναι φυσικό μεταφέρεται στην πραγματική οικονομία προκαλώντας αρνητικές προσδοκίες που με τη σειρά τους θίγουν την κατανάλωση, περιορίζουν την παραγωγή όπως και τα δάνεια-πιστώσεις σε εταιρίες και νοικοκυριά με επακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις στο διεθνές εμπόριο. Η παγκοσμιοποίηση και η διασύνδεση των κρατών εύκολα μεταφέρουν την «μόλυνση» που θίγει μια μεγάλη οικονομία. Βέβαια εδώ αξίζει να τονιστεί το ακόλουθο θετικό. Οι κυβερνήσεις κινήθηκαν άμεσα και αποφεύχθηκε η παρατεταμένη κρίση, όπως έγινε το 1929. Αυτή είναι μα βασική διαφορά που δείχνει ότι οι πυροσβεστικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων μικραίνουν τους χρόνους των κρίσεων.  ∆εν δίστασαν αυτήν τη φορά οι κυβερνήσεις να εφαρμόσουν επεκτατικές πολιτικές δημοσιονομικού και νομισματικού χαρακτήρα κρατώντας τη ρευστότητα στα υψηλότερα δυνατά επίπεδα. Δεν κτίσθηκαν τείχη προστασίας και στα πλαίσια μιας διεθνούς συνεργασίας ξεπεράστηκε το σοκ του 2007-9 σχετικά γρήγορα.

 

Ως προς τα δικά μου συμπεράσματα σημειώνω τα ακόλουθα.

 

Ασχολούμαι με το χρηματιστήριο των ΗΠΑ εδώ και τρία χρόνια επενδύοντας σε αμερικανικές μετοχές και σε ένα μικρό βαθμό σε κρυπτονομίσματα. Τα χρηματοοικονομικά με ελκύουν, για αυτό μελετώ και παρακολουθώ σεμινάρια με θέμα το χρηματιστήριο και τις τεχνικές αναλύσεις. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας έκανα και την πρώτη μου δημοσίευση στο Euro2day, που αφορούσε την κρίση Covid και τις επιπτώσεις της στη μετοχή της American Airlines. Ήταν μέρος εργασίας στο μάθημα «Οικονομικά των Μεταφορών, καθ/της κύριος Δημητρίου (βλ. αναλυτικότερα, https://www.euro2day.gr/investments/persons/article/2128472/covid-kai-aerometafores-h-metohh-ths-american-airl.html.

 

Μελετώντας αυτήν την κρίση τα δικά μου συμπεράσματα, πλην των όσων αναφέρθηκαν, είναι τα ακόλουθα.

  1. Η απληστία «σκοτώνει». Η αγορά των ακινήτων των ΗΠΑ γνώρισε μια μοναδική άνοδο ξεπερνώντας όλες τις προηγούμενες κορυφές της. Ένας συνετός επενδυτής που αγόρασε τα δομημένα ομόλογα τα συνδεδεμένα με ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης, το 2001 ή το 2002 το αργότερο το 2005 όφειλε να τα είχε πουλήσει.
  2. Οι αγοραπωλησίες εκτός χρηματιστηρίου έχουν ένα μεγάλο κίνδυνο. Δεν γνωρίζεις όταν θέλεις να πουλήσεις, ότι πράγματι θα πουλήσεις γρήγορα, μέσα από την τράπεζα που διαθέτει το όποιο ομόλογο ή όποιον άλλον τίτλο εκτός χρηματιστηρίου. Αντίθετα οι τράπεζες που χειρίζονται τέτοια ομόλογα εύκολα σε πείθουν να τα αγοράσεις. Οι τράπεζες όμως θα νοιαστούν αρχικά για τα κέρδη τους ή τις λίγες ζημιές που θα αποκομίσουν κατά την διάρκεια μιας κρίσης και κατόπιν για το συμφέρον του πελάτη. Θυμάμαι σε ένα κινηματογραφικό έργο με θέμα την κατάρρευση της Lehman Brothers, με τίτλο το «Χρώμα του χρήματος» την προσπάθεια των brokers της τράπεζας να ξεφορτωθούν τα ομόλογα που κατέρρεαν με κάθε τρόπο παραμονές της κατάρρευσης, ξεγελώντας τους πελάτες τους, καθώς οι ίδιοι θα είχαν και υψηλό μπόνους σε κάθε πώληση κατά την πτώση.
  3. Η τεχνική ανάλυση είναι χρήσιμη για να επιλέξει ο επενδυτής την κατάλληλη εταιρία, που θα του δώσει τα περισσότερα κέρδη σε σχέση με κάποιες άλλες, κατά την άνοδο ή κάθοδο του χρηματιστηρίου. Δεν χαράσσει όμως η τεχνική ανάλυση την μελλοντική τάση στο χρηματιστήριο. Η τάση αυτή χαράσσεται από γεωπολιτικές αλλαγές, από τα οικονομικά σοκ ή το αντίθετο, από τοπικά σοκ και ιδίως από τις κρίσεις ή τη διαδικασία ανάκαμψης στις ΗΠΑ και τον βιομηχανικό κόσμο. Οπότε αρχή όλων είναι η έγκαιρη και πλήρης  πληροφόρηση. Η ελλιπής οδηγεί σε λάθος κινήσεις. Ανισορροπία στην πληροφόρηση σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα του συγκεκριμένου προϊόντος, (με 50 φορές μόχλευσης), ήταν δυο παράγοντες που οδήγησαν σε άστοχές κινήσεις και ζημίες τους επενδυτές.
  4. Το καπιταλιστικό σύστημα ανατροφοδοτείται μέσα από τις κρίσεις του. Ως εκ τούτου κάθε εποπτική διαδικασία που θα εισάγεται με σκοπό την προστασία των επενδυτών πάντοτε θα παρουσιάζει κάποιες «τρύπες» που θα επιτρέπουν τις διακυμάνσεις στις χρηματιστηριακές τιμές υπέρ αυτών που έχουν την πληροφόρηση και σε βάρος όλων των άλλων. Δεν μπορώ να φανταστώ μετά από τόσες κρίσεις αρχής γενομένης εκείνης του 1929, ότι οι κυβερνήσεις και οι Κεντρικές Τράπεζες των ΗΠΑ και της Ευρώπης αδυνατούν να οικοδομήσουν ως σήμερα ένα συγκροτημένο σύστημα εποπτείας που δεν «μπάζει».
  5. Θεωρώ υπερβολή την οποιαδήποτε ομοιότητα της κρίσης του 2007-8 με εκείνη του 1929. Η κρίση του 2007-9 κράτησε 2-2,5 χρόνια. Κινήθηκαν οι κυβερνήσεις γρήγορα και με τη βοήθεια άμεσων επεκτατικών πολιτικών δημοσιονομικών και νομισματικών επανάφεραν στην ανάκαμψη ταχύτατα. Τέλος, το διεθνές εμπόριο δεν γνώρισε υπέρμετρη πολιτική προστασίας σε εθνικό επίπεδο όπως αυτή εκδηλώθηκε το 1929. Και αυτό οφείλεται στη διεθνή συνεργασία η οποία το 1929 ήταν ανύπαρκτη.
  6. Οι διεθνείς εταιρίες αξιολόγησης, μετά το σοκ της Lehman Brothers, δεν μπορεί να θεωρούνται αξιόπιστες. Προκαλούν με τις λάθος βαθμολογίες τους προσδοκίες και λάθος στρατηγικές εκ μέρους των επενδυτών.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bagehot W., (1922), Lobard Street: A Discrimination of the Money Market, (London:  John Murray)

Blinder A., (2009), Six Errors on the Path of the Financial Crisis,  The New York Times, January 25.

IMF (2009) World Economic Outlook, October.

Κολλίντζας Τ., και Ψαλιδόπουλος Μ., (2009), Οι Κρίσεις του 1929 και του 2008 και οι πολιτικές αντιμετώπισής τους» Eurobank Research, Τόμος ΙV, Τεύχος 8, ∆εκέμβριος

Lucas R., (2009), In Defense of a Dismal Science,  The Economist, August.

Mason P., (2009), Meltdown: The End of the Age of Greed (London:Verso)

McCarthy J. and Peach W. R. (2004) “Are Home Prices the Next “Bubble”?” FRBNY Economic Policy Review, December

Obstfeld M. and Rogoff K. (2009), Global Imbalances and the Financial Crisis: Products of Common Causes, Federal Reserve Bank of San Francisco Asia Economic Policy Conference, Santa Barbara, October.

Portes R. (2009), Global Imbalances in Macroeconomic Stability and Financial Regulation: Key Issues for the G20, edited by Dewatripont M., Freixas X. and Portes R, CEPR March 2009.

SEC – Securities and Exchange Commission (2008) “Proposed Rules for Nationally Recognized Statistical Rating Organizations”

Shiller R. J., (2008), Irrational Exuberance, (Princeton: Princeton University Press)

Thomas E., and Hirsh M., (2009), Paulson’ s Complaint, Newsweek, May 25.

Wiggins R.Z., Piontek T., and Metrick A, (2014), The Lehman Brothers Bankruptcy A: Overview. Yale School of Management, Yale Program on Financial Stability Case Study 2014-3A-v1, October.

Χαρδούβελης Γ., (2009),  Η χρηματοοικονομική κρίση και το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας,             Eurobank Research, Τόμος ΙV, Τεύχος 8, ∆εκέμβριος

Zingales L (2008) Causes and Effects of the Lehman Brothers Bankruptcy, Testimony before the Committee on Oversight and Government Reform, United States House of Representatives, October 6.

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΜΑΘΗΜΑ : Συγκριτική Οικονομικών Συστημάτων

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Θωμάς Πουφινάς

ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ EΤΟΣ: 2022-23

 Θέμα εργασίας: Περίληψη του βιβλίου του Keynes: «Η κρίση του 2007-9, Αιτίες και τρόποι αντιμετώπισης της»

Leave a Response